-
1 Λανθάνουσα η γλώσσα την αλήθεια λέει
– Όποιος πολλά λαλεί, πολλά σφάλλει– Πριν μιλήσεις, βούτα τη γλώσσα σου στο μυαλό σου• Язык мой – враг мой, прежде ума моего бежитИсточник: Кокурина Т.В. «Греческие пословицы и поговорки и их аналоги в русском языке», М., ЛКИ, 2008Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки) > Λανθάνουσα η γλώσσα την αλήθεια λέει
-
2 Όποιος πολλά λαλεί, πολλά σφάλλει
– Όποιος πολλά λαλεί, πολλά σφάλλει– Πριν μιλήσεις, βούτα τη γλώσσα σου στο μυαλό σου• Язык мой – враг мой, прежде ума моего бежитИсточник: Кокурина Т.В. «Греческие пословицы и поговорки и их аналоги в русском языке», М., ЛКИ, 2008Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки) > Όποιος πολλά λαλεί, πολλά σφάλλει
-
3 Πριν μιλήσεις, βούτα τη γλώσσα σου στο μυαλό σου
– Όποιος πολλά λαλεί, πολλά σφάλλει– Πριν μιλήσεις, βούτα τη γλώσσα σου στο μυαλό σου• Язык мой – враг мой, прежде ума моего бежитИсточник: Кокурина Т.В. «Греческие пословицы и поговорки и их аналоги в русском языке», М., ЛКИ, 2008Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки) > Πριν μιλήσεις, βούτα τη γλώσσα σου στο μυαλό σου
-
4 γλώσσα
I η1) анат. язык;γλώσσα άσπρη — или γλώσσα με επίχρισμα — обложенный язык;
δείχνω τη γλώσσα — показывать язык (врачу);
βγάζω ενός τη γλώσσα μου — показывать кому-л. язык (из озорства);
2) язык, речь;μητρική γλώσσα — родной язык;
ξένη γλώσσα — иностранный язык;
ζωντανή (νεκρή) γλώσσα — живой (мёртвый) язык;
λογοτεχνική γλώσσα — литературный язык;
γλώσσα γραφομένη — письменная речь;
ομιλούμενη γλώσσα — разговорный язык (в противоположность письменному языку);
απλή γλώσσα — простонародный язык, просторечие;
ιδιωματική γλώσσα — диалект;
αδελφές γλώσσες — родственные языки;
δημοτική (γλώσσ) — димотика;
μαλλιαρή γλώσσα — крайняя димотика;
(γλώσσ) καθαρεύουσα — кафаревуса;
μικτή ( — или καθομιλουμένη) γλώσσα — смесь кафаревусы и димотики;
ομιλώ δυό γλώσσες — разговаривать на двух языках;
3) перен. язык, язычок;γλώσσα υποδημάτων — язычок ботинок;
γλώσσα πνευστού μουσικού οργάνου — язычок духового музыкального инструмента;
γλώσσα νήζ — коса (шиш);
γλώσσες πυρός ( — или φωτιάς) — языки пламени;
γλώσσα καμπάνας — язык колокола;
γλώσσα της ζυγαριάς — стрелки весов;
§ κακιά ( — или κακή) γλώσσα — злой язык;
όπως λένε οι κακές γλώσσες... — злые языки говорят...;
γλώσσα σπαθί — острый язык;
έχει μακριά τη γλώσσα — или έχει μιά σπιθαμή ( — или μιά οργυιά) γλώσσα — или δεν κρατά τη γλώσσα του ( — или βγάζει γλώσσ) — у него длинный язык;
γλώσσα ροδάνι — или γλώσσ (πού κόβει) ψαλίδι — а) болтун; — б) язык хорошо подвешен;
πάει η γλώσσ μου ροδάνι — быть бойким на язык;
έχει ακονισμένη τη γλώσσα του — у него язык хорошо подвешен;
η γλώσσα του στάζει φαρμάκι — его язык источает яд, у него очень злой язык;
η γλώσσα του στάζει μέλι — слушать его одно удовольствие;
του δέθηκε η γλώσσα — или κατάπιε τη γλώσσα του — он будто язык проглотил, у него отнялся язык;
λύνω τη γλώσσα κάποιου — заставить кого-л. говорить, развязывать кому-л. язык;
του λύθηκε η γλώσσα — у него развязался язык;
μάλλιασε ( — или εβγαλε μαλλιά) η γλώσσα μου — устал уговаривать, убеждать;
με τρώει η γλώσσα μου — у меня язык чешется;
ακονίζω τη γλώσσα μου — точить язык (на кого-л.);
δεν είμαι κύριος της γλώσσας μου — быть невоздержанным на язык;
δαγκώνω τη γλώσσα μου — прикусить язык;
δάγκασε τη γλώσσα σου! — или πού να φας τη γλώσσα σου — типун тебе на язык!, чтоб язык у тебя отсох!;
μου βγαίνει η γλώσσα (μιά σπιθαμή) — язык на плечо, сильно устать;
με τη γλώσσα εξω — высунув язык;
μάζεψε ( — или δέσ) τη γλώσσα σου! — придержи язык!;
γλώσσα κόκκαλα δεν έχει και κόκκαλα τσακίζει — посл, язык мягок, а кости ломает; — язык — опасное оружие;
μη προτρεχέτω η γλώσσα της διανοίας — погов, семь раз языком поверни, а потом скажи;
λανθάνουσα η γλώσσ την αλήθεια λέει — или αμαρτάνουσα η γλώσσα τ' αληθή λέγει — погов. язык мой — враг мой
γλώσσα2II η зоол, глосса, косорот, морской язык (рыба) -
5 λανθάνων
ουσα, ον мед. латентный;λανθάνουσα νόσος — скрытая болезнь
См. также в других словарях:
λανθάνουσα — λανθάνω escape notice pres part act fem nom/voc sg (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λανθάνουσα θερμότητα — Όρος της φυσικής. Αν θεωρήσουμε ένα θερμοδυναμικό σύστημα σε ισορροπία, που αποτελείται από δύο φάσεις (για παράδειγμα, υγρή αέρια) της ίδιας θερμοκρασίας, μπορούμε με κατάλληλες ενέργειες –προσφορά θερμότητας– να προκαλέσουμε τη μετατροπή της… … Dictionary of Greek
λανθανούσας — λανθανούσᾱς , λανθάνω escape notice pres part act fem acc pl (attic epic doric ionic) λανθανούσᾱς , λανθάνω escape notice pres part act fem gen sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λανθάνουσ' — λανθάνουσα , λανθάνω escape notice pres part act fem nom/voc sg (attic epic doric ionic) λανθάνουσι , λανθάνω escape notice pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) λανθάνουσι , λανθάνω escape notice pres ind act 3rd pl (attic epic … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λανθάνω — και λαθαίνω (AM λανθάνω, Α και λήθω, Μ και λαθαίνω και λαθάνω) 1. διαφεύγω την προσοχή κάποιου, μένω απαρατήρητος (α. «λάθε δ Ἕκτορα», Ομ. Ιλ. β. «οὐδέ με λήθεις, ὅτι θεῶν τίς σ ἦγε», Ομ. Ιλ.) 2. φρ. «λάθε βιώσας» να ζεις διακριτικά χωρίς να… … Dictionary of Greek
εξάτμιση — Μετατροπή μιας ουσίας από την υγρή κατάσταση σε αυτήν του ατμού. Το φαινόμενο της ε. διαφέρει από το φαινόμενο του βρασμού, γιατί η ε. συντελείται σε οποιαδήποτε θερμοκρασία, αφορά μόνο την επιφάνεια του υγρού και είναι ανάλογη με αυτήν. Όσο πιο… … Dictionary of Greek
τήξη — Η μετάβαση μιας ουσίας από την κατάσταση του στερεού στην κατάσταση του υγρού. Κάθε ουσία κάτω από σταθερή πίεση έχει μια χαρακτηριστική θερμοκρασία τ. ή σημείο τήξης. Ο προσδιορισμός του σημείου τ. έχει μεγάλη σημασία στην οργανική χημεία για… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Τέχνη (Αρχαιότητα) — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΤΕΧΝΗ Η απαρχή της αρχαίας ελληνικής τέχνης τοποθετείται συνήθως περί το 1100 π.Χ., μετά την κάθοδο των Δωριέων. Μετά την αποκρυπτογράφηση της Γραμμικής Β’ και την ανάγνωση των πινακίδων των ανακτόρων της Πύλου, των Μυκηνών, των… … Dictionary of Greek
God Save the Queen — This article is about the anthem. For other uses, see God Save the Queen (disambiguation). God Save the Queen Publication of an early version in The Gentleman s Magazine, 15 October 1745. The title, on the Contents page, is given as God save our… … Wikipedia
Andreas Embirikos — ( el. Ανδρέας Εμπειρίκος) (Brăila, 1901 ndash; Athens, 1975) was a Greek surrealist poet and the first Greek psychoanalyst.LifeEmbirikos came from a wealthy family as his father was an important ship owner. He was born in Brăila, Romania, but his … Wikipedia
αλλαγή — Μεταβολή, μετατροπή. Λέγεται επίσης ανταλλαγή (σε είδη εμπορίου, κινητά ή ακίνητα πράγματα)· η αντικατάσταση φρουράς, ο καθαρισμός και επίδεση πληγής. Στα αρχαία ελληνικά α. σήμαινε το κέρδος του αργυραμοιβού από την ανταλλαγή νομισμάτων. Επίσης … Dictionary of Greek